πυροπίπης

πυροπίπης
πῡροπίπης [ῑ], ου, , ([etym.] ὀπιπεύω)
A corn-ogler, Com. word for σιτοφύλαξ, Ar.Eq.407 (cf. Sch. ad loc., Suid. s.v. πυροπίπας), Cratin.340.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυροπίπης — ὁ, Α (κωμική λ.) αυτός που κοιτάζει με επιθυμία το σιτάρι («γέροντα πυροπίπην», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + οπίπης (< ὀπιπεύω* «παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα»), πρβλ. γυναικ οπίπης] …   Dictionary of Greek

  • πυροπίπην — πυροπίπης corn ogler masc acc sg (attic epic ionic) πυροπί̱πην , πυρροπίπης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροπίπας — πυροπίπᾱς , πυροπίπης corn ogler masc acc pl πυροπίπᾱς , πυροπίπης corn ogler masc nom sg (epic doric aeolic) πυροπί̱πᾱς , πυρροπίπης masc acc pl πυροπί̱πᾱς , πυρροπίπης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρροπίπης — ὁ, Α (σε λογοπαίγνιο τού Αριστοφ. αντί τού πυροπίπης) παιδεραστής που προτιμάει τα ξανθόμαλλα αγόρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «κοκκινομάλλης» + οπίπης (< ὀπιπεύω «παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα»), πρβλ. γυναικ οπίπης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”